ίαμβος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίαμβος | οι | ίαμβοι |
γενική | του | ιάμβου & ίαμβου |
των | ιάμβων |
αιτιατική | τον | ίαμβο | τους | ιάμβους & ίαμβους |
κλητική | ίαμβε | ίαμβοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ίαμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴαμβος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.aɱ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐αμ‐βος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ίαμβος αρσενικό
- (μετρική) δισύλλαβος μετρικός πόδας της νεοελληνικής μετρικής με εναλλαγή άτονης και τονισμένης συλλαβής (‿—)
- (αρχαία ελληνική μετρική) δισύλλαβος πόδας με εναλλαγή βραχύχρονης και μακρόχρονης συλλαβής (‿—)
- (μετρική) ο στίχος ενός ποιήματος με ιαμβικό μέτρο
- τίτλος ποιητικής συλλογής «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» του Κωστή Παλαμά
- ※ Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων, / πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά / έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων! (Κωνσταντίνος Καβάφης, Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου)
- (φιλολογία) είδος αρχαιοελληνικού ποιήματος
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ίαμβος στη Βικιπαίδεια