χωλίαμβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωλίαμβος | οι | χωλίαμβοι |
γενική | του | χωλίαμβου & χωλιάμβου |
των | χωλίαμβων & χωλιάμβων |
αιτιατική | τον | χωλίαμβο | τους | χωλίαμβους & χωλιάμβους |
κλητική | χωλίαμβε | χωλίαμβοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωλίαμβος αρσενικό