έμμετρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έμμετρα < έμμετρ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαέμμετρα
- με έμμετρο τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έμμετρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαέμμετρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έμμετρος