πικροθρήνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικροθρήνητος < πικρός + θρηνώ + -τος (κατά το αξιοθρήνητος)
Επίθετο επεξεργασία
πικροθρήνητος
- που τον έχουν θρηνήσει πικρά, πολύ έντονα, που τον έκλαψαν γοερά και από βάθος καρδιάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
πικροθρήνητος
|