Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικροθρήνητος η πικροθρήνητη το πικροθρήνητο
      γενική του πικροθρήνητου της πικροθρήνητης του πικροθρήνητου
    αιτιατική τον πικροθρήνητο την πικροθρήνητη το πικροθρήνητο
     κλητική πικροθρήνητε πικροθρήνητη πικροθρήνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικροθρήνητοι οι πικροθρήνητες τα πικροθρήνητα
      γενική των πικροθρήνητων των πικροθρήνητων των πικροθρήνητων
    αιτιατική τους πικροθρήνητους τις πικροθρήνητες τα πικροθρήνητα
     κλητική πικροθρήνητοι πικροθρήνητες πικροθρήνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικροθρήνητος < πικρός + θρηνώ + -τος (κατά το αξιοθρήνητος)

  Επίθετο επεξεργασία

πικροθρήνητος

  • που τον έχουν θρηνήσει πικρά, πολύ έντονα, που τον έκλαψαν γοερά και από βάθος καρδιάς

  Μεταφράσεις επεξεργασία