Ετυμολογία

επεξεργασία
déplorable < déplorer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.plɔ.ʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déplorable déplorables

déplorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) που αξίζει να τον οικτίρουν
     συνώνυμα: malheureux, pitoyable
  2. (για πράγματα, καταστάσεις...) λυπηρός, ελεεινός, απαίσιος
     συνώνυμα: affligeant, attristant, lamentable, navrant, pénible, piteux, triste
  3. άθλιος, αξιοθρήνητος, καταδικαστέος
     συνώνυμα: blâmable, désastreux, fâcheux, regrettable
  4. πολύ κακός, οικτρός, φρικτός
     συνώνυμα: détestable, exécrable, lamentable

Συγγενικά

επεξεργασία