déplorable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- déplorable < déplorer
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.plɔ.ʁabl/
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déplorable | déplorables |
déplorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) που αξίζει να τον οικτίρουν
- (για πράγματα, καταστάσεις...) λυπηρός, ελεεινός, απαίσιος
- ≈ συνώνυμα: affligeant, attristant, lamentable, navrant, pénible, piteux, triste
- άθλιος, αξιοθρήνητος, καταδικαστέος
- πολύ κακός, οικτρός, φρικτός