affligeant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affligeant | affligeants |
θηλυκό | affligeante | affligeantes |
Επίθετο
επεξεργασίαaffligeant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη affliger
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affligeant | affligeants |
θηλυκό | affligeante | affligeantes |
affligeant (fr)