discredit (en)

  1. απαξιώνω
  2. θεωρώ κάτι εσφαλμένο, θεωρώ ότι κάποιος έσφαλε (συνήθως πιο βαρύ, δυνητικά προσβλητικό ή μειωτικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

discredit (en)

  1. η απαξίωση
  2. η διάψευση, η απόρριψη πεποίθησης ως ψευδούς (συνήθως θεωρείται βαρύτερη από κοινή διάψευση όταν το ατόπημα θεωρείται ανεπίτρεπτο ή τεράστιο, πχ. μη τήρηση της επιστημονικής μεθόδου κτλ.)