Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστιγμάτιστος η αστιγμάτιστη το αστιγμάτιστο
      γενική του αστιγμάτιστου της αστιγμάτιστης του αστιγμάτιστου
    αιτιατική τον αστιγμάτιστο την αστιγμάτιστη το αστιγμάτιστο
     κλητική αστιγμάτιστε αστιγμάτιστη αστιγμάτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστιγμάτιστοι οι αστιγμάτιστες τα αστιγμάτιστα
      γενική των αστιγμάτιστων των αστιγμάτιστων των αστιγμάτιστων
    αιτιατική τους αστιγμάτιστους τις αστιγμάτιστες τα αστιγμάτιστα
     κλητική αστιγμάτιστοι αστιγμάτιστες αστιγμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστιγμάτιστος < α- στερητ. + στιγματίζω

  Επίθετο επεξεργασία

αστιγμάτιστος

  1. ο χωρίς στίγματα, άστικτος
  2. (μτφ.) ο χωρίς ηθικά στίγματα, ακηλίδωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία