αστιγμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστιγμάτιστος < α- στερητ. + στιγματίζω
Επίθετο
επεξεργασίααστιγμάτιστος
- ο χωρίς στίγματα, άστικτος
- (μτφ.) ο χωρίς ηθικά στίγματα, ακηλίδωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστιγμάτιστος
|