άστικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστικτος | η | άστικτη | το | άστικτο |
γενική | του | άστικτου | της | άστικτης | του | άστικτου |
αιτιατική | τον | άστικτο | την | άστικτη | το | άστικτο |
κλητική | άστικτε | άστικτη | άστικτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστικτοι | οι | άστικτες | τα | άστικτα |
γενική | των | άστικτων | των | άστικτων | των | άστικτων |
αιτιατική | τους | άστικτους | τις | άστικτες | τα | άστικτα |
κλητική | άστικτοι | άστικτες | άστικτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άστικτος < αρχαία ελληνική ἄστικτος < στίζω
Επίθετο
επεξεργασίαάστικτος
- ο χωρίς στίγματα
- ο χωρίς σημεία στίξης
- ※ τα μικρά παιδιά συχνά γράφουν άστικτα κείμενα και είναι δύσκολο να καταλάβεις τι γράφουν