Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακηλίδωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακηλίδωτ
ος
η
ακηλίδωτ
η
το
ακηλίδωτ
ο
γενική
του
ακηλίδωτ
ου
της
ακηλίδωτ
ης
του
ακηλίδωτ
ου
αιτιατική
τον
ακηλίδωτ
ο
την
ακηλίδωτ
η
το
ακηλίδωτ
ο
κλητική
ακηλίδωτ
ε
ακηλίδωτ
η
ακηλίδωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακηλίδωτ
οι
οι
ακηλίδωτ
ες
τα
ακηλίδωτ
α
γενική
των
ακηλίδωτ
ων
των
ακηλίδωτ
ων
των
ακηλίδωτ
ων
αιτιατική
τους
ακηλίδωτ
ους
τις
ακηλίδωτ
ες
τα
ακηλίδωτ
α
κλητική
ακηλίδωτ
οι
ακηλίδωτ
ες
ακηλίδωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακηλίδωτος
<
α-
στερητικό +
κηλίδα
Επίθετο
επεξεργασία
ακηλίδωτος
που δεν έχει ούτε μία ηθική
κηλίδα
,
καθαρός
,
άμεμπτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κηλιδωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κηλίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακηλίδωτος
αγγλικά
:
spotless
(en)