άμεμπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμεμπτος | η | άμεμπτη | το | άμεμπτο |
γενική | του | άμεμπτου | της | άμεμπτης | του | άμεμπτου |
αιτιατική | τον | άμεμπτο | την | άμεμπτη | το | άμεμπτο |
κλητική | άμεμπτε | άμεμπτη | άμεμπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμεμπτοι | οι | άμεμπτες | τα | άμεμπτα |
γενική | των | άμεμπτων | των | άμεμπτων | των | άμεμπτων |
αιτιατική | τους | άμεμπτους | τις | άμεμπτες | τα | άμεμπτα |
κλητική | άμεμπτοι | άμεμπτες | άμεμπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.mem.ptos/ & /ˈa.me.ptos/
Επίθετο
επεξεργασίαάμεμπτος, -η, -ο
- που κανείς δεν μπορεί να τον μεμφθεί για κάτι, που δεν επιδέχεται κατηγορία