Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστιγματισμός οι αστιγματισμοί
      γενική του αστιγματισμού των αστιγματισμών
    αιτιατική τον αστιγματισμό τους αστιγματισμούς
     κλητική αστιγματισμέ αστιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστιγματισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστιγματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία