↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστιγματισμός οι αστιγματισμοί
      γενική του αστιγματισμού των αστιγματισμών
    αιτιατική τον αστιγματισμό τους αστιγματισμούς
     κλητική αστιγματισμέ αστιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστιγματισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστιγματισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία