αστιγματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- αστιγματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστιγματισμός αρσενικό
- (ιατρική): πάθηση της όρασης.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστιγματισμός
αστιγματισμός αρσενικό