αστιγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστιγματικός < αστιγματισμός + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αστιγματικός
- που έχει σχέση με τον αστιγματισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (για πρόσωπα) που πάσχει από αστιγματισμό
- ※ η αδερφή μου είναι αστιγματική και χρειάζεται να φοράει γυαλιά, για να βλέπει καλά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστιγματικός