Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στιγμέν
ος
η
στιγμέν
η
το
στιγμέν
ο
γενική
του
στιγμέν
ου
της
στιγμέν
ης
του
στιγμέν
ου
αιτιατική
τον
στιγμέν
ο
τη
στιγμέν
η
το
στιγμέν
ο
κλητική
στιγμέν
ε
στιγμέν
η
στιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στιγμέν
οι
οι
στιγμέν
ες
τα
στιγμέν
α
γενική
των
στιγμέν
ων
των
στιγμέν
ων
των
στιγμέν
ων
αιτιατική
τους
στιγμέν
ους
τις
στιγμέν
ες
τα
στιγμέν
α
κλητική
στιγμέν
οι
στιγμέν
ες
στιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στιγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
στικτός
Αντώνυμα
επεξεργασία
άστικτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιγμένος
→
δείτε
τη λέξη
στικτός