meatloaf
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
meatloaf | meatloves |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmeatloaf (en)
- κιμάς ψημένος στο φούρνο σε φόρμα που μοιάζει με ψωμί, κιμάς ψημένος σε ορθογώνια παραλληλεπίπεδη φόρμα με εξομαλυμένες γωνίες
ενικός | πληθυντικός |
meatloaf | meatloves |
meatloaf (en)