ρόλεϊ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρόλεϊ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική) το μπικουτί
- ※ Μια ξυπόλυτη γυναίκα με ρόλεϊ στο κεφάλι ξεμπούκαρε στο μπαλκόνι. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρόλεϊ
|