Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκιτσάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκιτσάρω
<
(
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
schizzare
<
(
ηχομιμητική λέξη
)
Ρήμα
επεξεργασία
σκιτσάρω
σχεδιάζω
κάτι,
απεικονίζω
κάτι σε
χαρτί
τραβώντας
γραμμές,
ιχνογραφώ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
σκίτσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκιτσάρω
αγγλικά
:
sketch
(en)
γαλλικά
:
dessiner
(fr)
,
croquer
(fr)
,
esquisser
(fr)