sketch
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sketch | sketches |
sketch (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sketch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sketches |
αόριστος | sketched |
παθητική μετοχή | sketched |
ενεργητική μετοχή | sketching |
sketch (en)