επεκταμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επεκταμένος < επεκτεταμένος < αρχαία ελληνική ἐπεκτεταμένος
Μετοχή επεξεργασία
επεκταμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επεκτείνω
- ※ Για να προλάβει τις αντιδράσεις που ήδη ακούσθηκαν για περικοπή συντάξεων, κατέστησε σαφές ότι όποιες ευνοϊκότερες διατάξεις ισχύουν με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, εξακολουθούν να ισχύουν και με το νέο και για τις ήδη επεκταμένες και ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. (εφ. Καθημερινή, 27/7/2005)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεκταμένος
|