Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επεκτεινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπεκτεινόμενος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επεκτεινόμεν
ος
η
επεκτεινόμεν
η
το
επεκτεινόμεν
ο
γενική
του
επεκτεινόμεν
ου
της
επεκτεινόμεν
ης
του
επεκτεινόμεν
ου
αιτιατική
τον
επεκτεινόμεν
ο
την
επεκτεινόμεν
η
το
επεκτεινόμεν
ο
κλητική
επεκτεινόμεν
ε
επεκτεινόμεν
η
επεκτεινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επεκτεινόμεν
οι
οι
επεκτεινόμεν
ες
τα
επεκτεινόμεν
α
γενική
των
επεκτεινόμεν
ων
των
επεκτεινόμεν
ων
των
επεκτεινόμεν
ων
αιτιατική
τους
επεκτεινόμεν
ους
τις
επεκτεινόμεν
ες
τα
επεκτεινόμεν
α
κλητική
επεκτεινόμεν
οι
επεκτεινόμεν
ες
επεκτεινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επεκτεινόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
επεκτείνω
Συγγενικά
επεξεργασία
εκτεινόμενος