↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτεινόμενος η εκτεινόμενη το εκτεινόμενο
      γενική του εκτεινόμενου της εκτεινόμενης του εκτεινόμενου
    αιτιατική τον εκτεινόμενο την εκτεινόμενη το εκτεινόμενο
     κλητική εκτεινόμενε εκτεινόμενη εκτεινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτεινόμενοι οι εκτεινόμενες τα εκτεινόμενα
      γενική των εκτεινόμενων των εκτεινόμενων των εκτεινόμενων
    αιτιατική τους εκτεινόμενους τις εκτεινόμενες τα εκτεινόμενα
     κλητική εκτεινόμενοι εκτεινόμενες εκτεινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εκτεινόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία