ορμητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορμητήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρμητήριον < ὁρμάω, ὁρμη- + -τήριον [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.miˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐μη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορμητήριο ουδέτερο
- το μέρος από όπου ξεκινά κάποιος για τις ενέργειές του, παράνομες ή όχι
- ↪ Τα απόμερα νησιά ήταν ανέκαθεν ορμητήριο των πειρατών.
- ↪ Το σπίτι στο νησί θα ήθελα να γίνει το ορμητήριό μας.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ s.v. «ορμή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.