↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὁρμητήριον τὰ ὁρμητήρι
      γενική τοῦ ὁρμητηρίου τῶν ὁρμητηρίων
      δοτική τῷ ὁρμητηρί τοῖς ὁρμητηρίοις
    αιτιατική τὸ ὁρμητήριον τὰ ὁρμητήρι
     κλητική ! ὁρμητήριον ὁρμητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁρμητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  ὁρμητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁρμητήριον < ὁρμάω, θέμα ὁρμη- + -τήριον < ὁρμή [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὁρμητήριον ουδέτερο

  1. μέσο υποκίνησης, ερέθισμα
  2. παρόρμηση
  3. σημείο εκκίνησης απ' όπου ὁρμάομαι, ορμητήριο
    1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική θέση
    2. βάση επιχειρήσεων

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὁρμητός και ὁρμή

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «ορμή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.