ἀφετήριος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀφετήριος | ἀφετηρία | ἀφετήριον | ἀφετήριοι | ἀφετήριαι | ἀφετήρια |
Γενική | ἀφετηρίου | ἀφετηρίας | ἀφετηρίου | ἀφετηρίων | ἀφετηρίων | ἀφετηρίων |
Δοτική | ἀφετηρίῳ | ἀφετηρίᾳ | ἀφετηρίῳ | ἀφετηρίοις | ἀφετηρίαις | ἀφετηρίοις |
Αιτιατική | ἀφετήριον | ἀφετηρίαν | ἀφετήριον | ἀφετηρίους | ἀφετηρίας | ἀφετήρια |
Κλητική | ἀφετήριε | ἀφετηρία | ἀφετήριον | ἀφετήριοι | ἀφετήριαι | ἀφετήρια |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀφετηρίω | ἀφετηρία | ||||
Γενική-Δοτική | ἀφετηρίοιν | ἀφετηρίαιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἀφετήριος, -α, -ον