ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀφετήριος ἀφετηρί τὸ ἀφετήριον
      γενική τοῦ ἀφετηρίου τῆς ἀφετηρίᾱς τοῦ ἀφετηρίου
      δοτική τῷ ἀφετηρί τῇ ἀφετηρί τῷ ἀφετηρί
    αιτιατική τὸν ἀφετήριον τὴν ἀφετηρίᾱν τὸ ἀφετήριον
     κλητική ! ἀφετήριε ἀφετηρί ἀφετήριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀφετήριοι αἱ ἀφετήριαι τὰ ἀφετήρι
      γενική τῶν ἀφετηρίων τῶν ἀφετηρίων τῶν ἀφετηρίων
      δοτική τοῖς ἀφετηρίοις ταῖς ἀφετηρίαις τοῖς ἀφετηρίοις
    αιτιατική τοὺς ἀφετηρίους τὰς ἀφετηρίᾱς τὰ ἀφετήρι
     κλητική ! ἀφετήριοι ἀφετήριαι ἀφετήρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφετηρίω τὼ ἀφετηρί τὼ ἀφετηρίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφετηρίοιν τοῖν ἀφετηρίαιν τοῖν ἀφετηρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφετήριος < ἀφετήρ < ἀφέτης < ἀφίημι < ἀπό + ἵημι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀφετήριος, -α, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία