Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισυπόστατος η τρισυπόστατη το τρισυπόστατο
      γενική του τρισυπόστατου της τρισυπόστατης του τρισυπόστατου
    αιτιατική τον τρισυπόστατο την τρισυπόστατη το τρισυπόστατο
     κλητική τρισυπόστατε τρισυπόστατη τρισυπόστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισυπόστατοι οι τρισυπόστατες τα τρισυπόστατα
      γενική των τρισυπόστατων των τρισυπόστατων των τρισυπόστατων
    αιτιατική τους τρισυπόστατους τις τρισυπόστατες τα τρισυπόστατα
     κλητική τρισυπόστατοι τρισυπόστατες τρισυπόστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρισυπόστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τρισυπόστατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία