δισυπόστατος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δισυπόστατος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δισυπόστατος. Συγχρονικά αναλύεται σε δισ- (δύο φορές) + υποστατός[1] (υπόστα(ση) <υφίσταμαι) + -τος)[2]
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.siˈpo.sta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐συ‐πό‐στα‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐υ‐πό‐στα‐τος
Επίθετο Επεξεργασία
δισυπόστατος, -η, -ο
- που έχει δύο υποστάσεις
- ↪ Αφού ήμουν στην Αθήνα χτες, πώς λες ότι με είδες στην Κόρινθο; Δεν είμαι δισυπόστατος!
- ↪ η δισυπόστατη φύση του ανθρώπου: σώμα και ψυχή
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
δισυπόστατος
|
Επεξεργασία
- ↑ «υποστατός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ δισυπόστατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
δισυπόστατος
- δισυπόστατος
- ※ 12ος αιώνας Λεόντιος Β΄ Ιεροσολύμων Leontius Hierosolymitanus scriptor ecclesiasticus, aduersus nestorianos (Leont.H.Nest.M.86.1544B, 1572C.)
- → χρειάζεται παράθεμα
Πηγές Επεξεργασία
- δισυπόστατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.