υποστατός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποστατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστατός / ὑπόστατος (ανθεκτικός, υποφερτός) < → δείτε ὑφίστημι. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + στα-, θέμα που συναντάμε στο ίσταμαι + -τός. → δείτε τη λέξη υφίσταμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.staˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐στα‐τός
Επίθετο επεξεργασία
υποστατός, -ή, -ό
- που έχει υπόσταση, που υπάρχει (& νομικός όρος)
Σύνθετα επεξεργασία
- λήγουν σε -υποστατός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά επεξεργασία
- υποστατό (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο)
→ και δείτε τις λέξεις υφίσταμαι, υπό, στάση και ίσταμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποστατός
|
Πηγές επεξεργασία
- υποστατός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)