Δείτε επίσης: ἐνυπόστατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενυπόστατος η ενυπόστατη το ενυπόστατο
      γενική του ενυπόστατου της ενυπόστατης του ενυπόστατου
    αιτιατική τον ενυπόστατο την ενυπόστατη το ενυπόστατο
     κλητική ενυπόστατε ενυπόστατη ενυπόστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενυπόστατοι οι ενυπόστατες τα ενυπόστατα
      γενική των ενυπόστατων των ενυπόστατων των ενυπόστατων
    αιτιατική τους ενυπόστατους τις ενυπόστατες τα ενυπόστατα
     κλητική ενυπόστατοι ενυπόστατες ενυπόστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενυπόστατος < (ελληνιστική κοινήἐνυπόστατος < ἐν + ὑποστατός < ὑφίσταμαι < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

  Επίθετο

επεξεργασία

ενυπόστατος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία