ενυπόστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ενυπόστατος < (ελληνιστική κοινή) ἐνυπόστατος < ἐν + ὑποστατός < ὑφίσταμαι < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
Επίθετο
επεξεργασία
ενυπόστατος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη υπαρκτός
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενυπόστατος
|