ἐνυπόστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐνυπόστατος | τὸ ἐνυπόστατον | οἱ, αἱ ἐνυπόστατοι | τὰ ἐνυπόστατα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐνυποστάτου | τοῦ ἐνυποστάτου | τῶν ἐνυποστάτων | τῶν ἐνυποστάτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐνυποστάτῳ | τῷ ἐνυποστάτῳ | τοῖς, ταῖς ἐνυποστάτοις | τοῖς ἐνυποστάτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐνυπόστατον | τὸ ἐνυπόστατον | τοὺς, τὰς ἐνυποστάτους | τὰ ἐνυπόστατα |
Κλητική | ἐνυπόστατε | ἐνυπόστατον | ἐνυπόστατοι | ἐνυπόστατα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐνυποστάτω | |||
Γενική-Δοτική | ἐνυποστάτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐνυπόστατος < ἐν + ὑποστατός < ὑφίσταμαι < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
Επίθετο
επεξεργασίαἐνυπόστατος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- ἐνυπόστατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.