Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

scheinen (de)

  1. λάμπω
    die Sonne scheint - ο ήλιος λάμπει
  2. φαίνομαι, μοιάζω
    es scheint ihm gleichgültig zu sein - φαίνεται ότι του είναι αδιάφορο