Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προμήνυμα τα προμηνύματα
      γενική του προμηνύματος των προμηνυμάτων
    αιτιατική το προμήνυμα τα προμηνύματα
     κλητική προμήνυμα προμηνύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμήνυμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προμήνυμα ουδέτερο

  1. το προειδοποιητικό σημάδι, προάγγελμα ότι κάτι πρόκειται να συμβεί
  2. η μαντική προαίσθηση

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη προμηνύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία