bode
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bode | bodes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbode (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bode |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bodes |
αόριστος | boded |
παθητική μετοχή | boded |
ενεργητική μετοχή | boding |
bode (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbode (en)