bide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bides |
αόριστος | bode, bided |
παθητική μετοχή | bidden, bided |
ενεργητική μετοχή | biding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ενεστώτας | bide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bides |
αόριστος | bode, bided |
παθητική μετοχή | bidden, bided |
ενεργητική μετοχή | biding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |