Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

bided (en)

  1. εναλλακτική μορφή του bode, αόριστος του bide
  2. εναλλακτική μορφή του bidden, παθητική μετοχή του bide