→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λογοδαίδαλος τὸ λογοδαίδαλον
      γενική τοῦ/τῆς λογοδαιδάλου τοῦ λογοδαιδάλου
      δοτική τῷ/τῇ λογοδαιδάλ τῷ λογοδαιδάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν λογοδαίδαλον τὸ λογοδαίδαλον
     κλητική ! λογοδαίδαλε λογοδαίδαλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λογοδαίδαλοι τὰ λογοδαίδαλ
      γενική τῶν λογοδαιδάλων τῶν λογοδαιδάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς λογοδαιδάλοις τοῖς λογοδαιδάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λογοδαιδάλους τὰ λογοδαίδαλ
     κλητική ! λογοδαίδαλοι λογοδαίδαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λογοδαιδάλω τὼ λογοδαιδάλω
      γεν-δοτ τοῖν λογοδαιδάλοιν τοῖν λογοδαιδάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοδαίδαλος < λογο- + δαίδαλος

  Επίθετο

επεξεργασία

λογοδαίδαλος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία