ομόλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόλογος | η | ομόλογη | το | ομόλογο |
γενική | του | ομόλογου | της | ομόλογης | του | ομόλογου |
αιτιατική | τον | ομόλογο | την | ομόλογη | το | ομόλογο |
κλητική | ομόλογε | ομόλογη | ομόλογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόλογοι | οι | ομόλογες | τα | ομόλογα |
γενική | των | ομόλογων | των | ομόλογων | των | ομόλογων |
αιτιατική | τους | ομόλογους | τις | ομόλογες | τα | ομόλογα |
κλητική | ομόλογοι | ομόλογες | ομόλογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομόλογος < αρχαία ελληνική ὁμόλογος
Επίθετο
επεξεργασίαομόλογος, -η, -ο
- που αντιστοιχεί με κάτι άλλο με το οποίο έχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό
- Τα δύο παραλληλόγραμμα, όπως και τα δύο τρίγωνα που κατασκευάσθηκαν προηγουμένως λέγονται όμοια, ενώ ο λόγος των ομόλογων πλευρών τους (δηλαδή των πλευρών που βρίσκονται απέναντι από ίσες γωνίες) λέγεται λόγος ομοιότητας. (από το σχολικό βιβλίο «Ευκλείδεια Γεωμετρία», Α΄ και Β΄ Γενικού Λυκείου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαομόλογος αρσενικό
- αξιωματούχος μιας χώρας με την ίδια ή αντίστοιχη θέση με αξιωματούχο άλλης χώρας
- ο Έλληνας πρωθυπουργός δέχτηκε στο Μέγαρο Μαξίμου τον Ιρλανδό ομόλογό του