homologue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
homologue | homologues |
homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
homologue | homologues |
homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homologue | homologues |
homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homologue | homologues |
homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό