reason
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reason | reasons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαreason (en)
- ο λόγος (η αιτία)
- ο λόγος, η λογική
- ↪ Let’s just say that I have my reasons.
- Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.
- ↪ Let’s just say that I have my reasons.