ενικός         πληθυντικός  
reason reasons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reason (en)

  1. ο λόγοςαιτία)
  2. ο λόγος, η λογική
    ⮡  Let’s just say that I have my reasons.
    Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.

Συγγενικά

επεξεργασία