Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλογικός η διαλογική το διαλογικό
      γενική του διαλογικού της διαλογικής του διαλογικού
    αιτιατική τον διαλογικό τη διαλογική το διαλογικό
     κλητική διαλογικέ διαλογική διαλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλογικοί οι διαλογικές τα διαλογικά
      γενική των διαλογικών των διαλογικών των διαλογικών
    αιτιατική τους διαλογικούς τις διαλογικές τα διαλογικά
     κλητική διαλογικοί διαλογικές διαλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλογικός < διάλογ(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαλογικός, -ή, -ό

  1. χαρακτηριστικός του διαλόγου
  2. αυτός που έχει τη μορφή διαλόγου

  Μεταφράσεις επεξεργασία