λογύδριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογύδριο < λογύδριο + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο < μεσαιωνική ελληνική λογύδριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική λόγος + -ύδριον > -ύδριο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /loˈʝi.ðɾi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογύδριο ουδέτερο
- (λόγιο) σύντομος λόγος μπροστά σε κοινό, σύντομη αγόρευση
- (ειρωνικό) στομφώδης λόγος, αγόρευση χωρίς σημαντικό περιεχόμενο