Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογύδριο τα λογύδρια
      γενική του λογυδρίου
λογύδριου
των λογυδρίων
    αιτιατική το λογύδριο τα λογύδρια
     κλητική λογύδριο λογύδρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογύδριο < λογύδριο + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο < μεσαιωνική ελληνική λογύδριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική λόγος + -ύδριον > -ύδριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /loˈʝi.ðɾi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογύδριο ουδέτερο

  1. (λόγιο) σύντομος λόγος μπροστά σε κοινό, σύντομη αγόρευση
  2. (ειρωνικό) στομφώδης λόγος, αγόρευση χωρίς σημαντικό περιεχόμενο
    μας έβγαλε ένα λογύδριο περί καλής συμπεριφοράς
     συνώνυμα: δεκάρικος λόγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία