↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάρικος η δεκάρικη το δεκάρικο
      γενική του δεκάρικου της δεκάρικης του δεκάρικου
    αιτιατική τον δεκάρικο τη δεκάρικη το δεκάρικο
     κλητική δεκάρικε δεκάρικη δεκάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάρικοι οι δεκάρικες τα δεκάρικα
      γενική των δεκάρικων των δεκάρικων των δεκάρικων
    αιτιατική τους δεκάρικους τις δεκάρικες τα δεκάρικα
     κλητική δεκάρικοι δεκάρικες δεκάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. δεκάρικος < δεκάρα + -ικος
  2. δεκάρικος < δέκα + -άρικος

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκάρικος

  1. που έχει σχέση με δεκάρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. για ρητορικό λόγο «της δεκάρας», χωρίς ουσία, γεμάτο τετριμμένες εκφράσεις
     συνώνυμα: πεντάρικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία