δεκάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδεκάρικος
- που έχει σχέση με δεκάρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- για ρητορικό λόγο «της δεκάρας», χωρίς ουσία, γεμάτο τετριμμένες εκφράσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δεκάρικος
|