Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάρικος η πεντάρικη το πεντάρικο
      γενική του πεντάρικου της πεντάρικης του πεντάρικου
    αιτιατική τον πεντάρικο την πεντάρικη το πεντάρικο
     κλητική πεντάρικε πεντάρικη πεντάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάρικοι οι πεντάρικες τα πεντάρικα
      γενική των πεντάρικων των πεντάρικων των πεντάρικων
    αιτιατική τους πεντάρικους τις πεντάρικες τα πεντάρικα
     κλητική πεντάρικοι πεντάρικες πεντάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάρικος < πεντάρα + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάρικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με πεντάρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει αξία μιας πεντάρας
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει μεγάλη αξία (συνήθως για ρητορικό λόγο)
     συνώνυμα: δεκάρικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία