πεντάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεντάρικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με πεντάρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει αξία μιας πεντάρας
- (μεταφορικά) που δεν έχει μεγάλη αξία (συνήθως για ρητορικό λόγο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεντάρικος
|