λογύδριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- λογύδριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λογύδριον (λόγος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογύδριον θηλυκό
- (υποκοριστικό του λόγος), λογύδριο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λογύδριον | τὰ | λογύδριᾰ |
γενική | τοῦ | λογυδρίου | τῶν | λογυδρίων |
δοτική | τῷ | λογυδρίῳ | τοῖς | λογυδρίοις |
αιτιατική | τὸ | λογύδριον | τὰ | λογύδριᾰ |
κλητική ὦ! | λογύδριον | λογύδριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογυδρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λογυδρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λογύδριον < λόγος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογύδριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) (υποκοριστικό του λόγος) σύντομος μύθος ή λόγος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- λογύδριο (νέα ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- λογύδριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.