Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογύδριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λογύδριον (λόγος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογύδριον θηλυκό


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λογύδριον τὰ λογύδρι
      γενική τοῦ λογυδρίου τῶν λογυδρίων
      δοτική τῷ λογυδρί τοῖς λογυδρίοις
    αιτιατική τὸ λογύδριον τὰ λογύδρι
     κλητική ! λογύδριον λογύδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογυδρίω
γεν-δοτ τοῖν  λογυδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογύδριον < λόγος + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογύδριον ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία