στομφώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στομφώδης < (ελληνιστική κοινή) < στόμφος + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stoɱˈfo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /stoɱˈfo.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαστομφώδης, -ης, -ες
- που χαρακτηρίζεται από στόμφο
- που μιλάει με στόμφο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στομφώδης
|