Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στομφώδης η στομφώδης το στομφώδες
      γενική του στομφώδους της στομφώδους του στομφώδους
    αιτιατική τον στομφώδη τη στομφώδη το στομφώδες
     κλητική στομφώδη(ς) στομφώδης στομφώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στομφώδεις οι στομφώδεις τα στομφώδη
      γενική των στομφωδών των στομφωδών των στομφωδών
    αιτιατική τους στομφώδεις τις στομφώδεις τα στομφώδη
     κλητική στομφώδεις στομφώδεις στομφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στομφώδης < (ελληνιστική κοινή) < στόμφος + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stoɱˈfo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /stoɱˈfo.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

στομφώδης, -ης, -ες

  1. που χαρακτηρίζεται από στόμφο
  2. που μιλάει με στόμφο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία