στόμφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόμφος | οι | στόμφοι |
γενική | του | στόμφου | των | στόμφων |
αιτιατική | τον | στόμφο | τους | στόμφους |
κλητική | στόμφε | στόμφοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στόμφος < αρχαία ελληνική στόμφος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στόμφος αρσενικό
- ο επιτηδευμένος λόγος, η επιλογή εντυπωσιακών λέξεων, εκφράσεων κ.λπ.
- το πομπώδες ύφος στην ομιλία για λόγους επιδείξεως ή για καυχησιολογία
- η υπερβολή στην έκφραση, η χρήση πομπωδών και επιτηδευμένων μέσων εκφράσεως
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στόμφος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στόμφος < στέμβω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στόμφος αρσενικό