πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμφος οι στόμφοι
      γενική του στόμφου των στόμφων
    αιτιατική τον στόμφο τους στόμφους
     κλητική στόμφε στόμφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόμφος αρσενικό

  1. ο επιτηδευμένος λόγος, η επιλογή εντυπωσιακών λέξεων, εκφράσεων κ.λπ.
  2. το πομπώδες ύφος στην ομιλία για λόγους επιδείξεως ή για καυχησιολογία
  3. η υπερβολή στην έκφραση, η χρήση πομπωδών και επιτηδευμένων μέσων εκφράσεως

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
στόμφος < στέμβω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόμφος, -ου αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) το γεμάτο στόμα, έτσι ώστε τα μάγουλα να φαίνονται φουσκωμένα
  2. πομπώδης έκφραση που υποδηλώνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης
      3ος αιώνας κε Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 32.7 @scaife.perseus
    ἐπὶ γὰρ τούτοις καὶ τὸν Πλάτωνα οὐχ ἥκιστα διασύρουσι, πολλάκις ὥσπερ ὑπὸ βακχείας τινὸς τῶν λόγων εἰς ἀκράτους καὶ ἀπηνεῖς μεταφορὰς καὶ εἰς ἀλληγορικὸν στόμφον ἐκφερόμενον.
      3ος αιώνας κε Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 3.1 @scaife.perseus
    ὅπου δ ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει καὶ ἐπιδεχομένῳ στόμφον,
  3. κομπασμός, μεγαλοστομία, καυχησιολογία, αλαζονεία
  4. επίπληξη, χλευασμός, κακολογία, λοιδορία
     συνώνυμα: στόβος
  5. (ως επίθ. για ανθρώπους) με γεμάτο στόμα, καυχησιάρης

Συγγενικά

επεξεργασία