λογοθεραπευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοθεραπευτής < λογοθεραπεία + θεραπευτής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική speech therapist[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογοθεραπευτής αρσενικό ( θηλυκό: λογοθεραπεύτρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοθεραπευτής
- ↑ λογοθεραπευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας