↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεκμηρίωση οι τεκμηριώσεις
      γενική της τεκμηρίωσης* των τεκμηριώσεων
    αιτιατική την τεκμηρίωση τις τεκμηριώσεις
     κλητική τεκμηρίωση τεκμηριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τεκμηριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεκμηρίωση < ελληνιστική κοινή τεκμηρίωσις < αρχαία ελληνική τεκμηριόω / τεκμηριῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.kmiˈɾi.o.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεκμηρίωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τεκμηριώνω
  2. (πληροφορική) οι οδηγίες χρήσης ενός λογισμικού (software) για τον απλό χρήστη ή και οι τεχνικές οδηγίες για τον εξειδικευμένο χρήστη
  3. (προγραμματισμός) τα σχόλια (comments) που γράφονται μαζί με τον κώδικα και εξηγούν την χρήση συναρτήσεων (functions), βιβλιοθηκών (libraries) και γενικότερα την λογική του κώδικα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία