argumentation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
argumentation | argumentations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαargumentation (en)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
argumentation | argumentations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- argumentation < λατινική argumentatio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαargumentation (fr) θηλυκό