uninstaller
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
uninstaller | uninstallers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαuninstaller
- (πληροφορική) το πρόγραμμα απεγκατάστασης (λογισμικού)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- uninstaller στην αγγλική Βικιπαίδεια