Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκατεστημένος η εγκατεστημένη το εγκατεστημένο
      γενική του εγκατεστημένου της εγκατεστημένης του εγκατεστημένου
    αιτιατική τον εγκατεστημένο την εγκατεστημένη το εγκατεστημένο
     κλητική εγκατεστημένε εγκατεστημένη εγκατεστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκατεστημένοι οι εγκατεστημένες τα εγκατεστημένα
      γενική των εγκατεστημένων των εγκατεστημένων των εγκατεστημένων
    αιτιατική τους εγκατεστημένους τις εγκατεστημένες τα εγκατεστημένα
     κλητική εγκατεστημένοι εγκατεστημένες εγκατεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκαθιστώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.te.stiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐τε‐στη‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

εγκατεστημένος, -η, -ο

  1. που έχει εγκατασταθεί σε ένα μέρος όπου και κατοικεί μόνιμα
  2. (για συσκευές, μηχανήματα κλπ) που έχει εγκατασταθεί από κάποιον (π.χ. ειδευμένο τεχνίτη)
  3. (λογισμικό, για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) που έχει εγκατασταθεί, για το οποίο έχουν αποθηκευτεί όλα τα απαραίτητα εκτελέσιμα αρχεία και βιβλιοθήκες και έχουν εγγραφεί όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις στο μητρώο ή στα αρχεία ρυθμίσεων του λειτουργικού συστήματος, ώστε να λειτουργεί κανονικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία